- πεπαρεῖν
- πεπᾰρεῑν defect. aor.,1 show
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πεπαρεῖν — display aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπαρείν — και δ. γρφ. πεπορεῑν Α (στον Πίνδ. και κατά τον Ησύχ.) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει κανείς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., ενδεικτικός τού λεξιλογίου της μαντικής και τού μυστικισμού. Η σύνδεση… … Dictionary of Greek
πεπαρεύσιμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εὔφραστος, σαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. αορ. πεπαρεῖν* + εύσιμος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ιμος από ρ. σε εύω (πρβλ. διαπραγματεύομαι: διαπραγμάτευσις: διαπραγματεύσιμος)] … Dictionary of Greek
πεπορείν — Α (δ. γρφ.) βλ. πεπαρεῑν … Dictionary of Greek
pā̆ r- — pā̆ r English meaning: to show; be visible Deutsche Übersetzung: “zeigen; sichtbar sein” Material: Gk. πεπαρεῖν “vorzeigen”, πεπαρεύσιμον εὔφραστον, σαφές Hes.; Lat. püreō, ēre “appear, seem, be visible, sich zeigen; Folge… … Proto-Indo-European etymological dictionary